εστέτ

εστέτ
ο
το άτομο που πιστεύει ότι η τέχνη πρέπει να επιδιώκει και να υπηρετεί αποκλειστικά και μόνο το ωραίο και αποκλείει από αυτήν κάθε ηθική ή κοινωνική επιδίωξη. Την τάση αυτή (εστετισμός) εισηγήθηκε ο Αγγλος συγγραφέας Όσκαρ Γουάιλντ (1856-1900) με διαλέξεις και μανιφέστα και εφάρμοσε στην προσωπική ωραιοπαθή ζωή του, δημιουργώντας ισχυρό καλλιτεχνικό και αισθητικό ρεύμα στα τέλη τού 19ου αιώνα με κυρίαρχο δόγμα «η τέχνη για την τέχνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. που προέρχεται από γαλλ. esthete (< αισθητής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εστετίστικος — η, ο [εστέτ] 1. ο οπαδός τού αισθητικού και καλλιτεχνικού κινήματος τού εστετισμού, ο εστέτ. 2. ο υπερευαίσθητος και ωραιοπαθής, αυτός που έχει αναγάγει το ωραίο σε ύψιστη και κυρίαρχη αξία τής ζωής και τής τέχνης και αποκλείει κάθε ηθική ή… …   Dictionary of Greek

  • Γουάιλντ, Όσκαρ — (Oscar Wilde, Δουβλίνο 1854 – Παρίσι 1900). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στην Οξφόρδη και επηρεάστηκε από τις απόψεις περί αισθητικής του Τζον Ράσκιν (αν και δεν δέχτηκε ποτέ τη θεωρία του για την ηθική βάση της τέχνης) και του Γουόλτερ Πέιτερ·… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • αισθητής — ο (Α αἰσθητής) 1. (στον Πλάτωνα) αυτός που αισθάνεται, που νιώθει ή καταλαβαίνει κάτι 2. (στον Καβάφη) η λ. σημαίνει άνθρωπος με καλλιτεχνική ευαισθησία, εραστής τού ωραίου («Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων») 3. στη Νεοελληνική η λέξη …   Dictionary of Greek

  • εστετισμός — ο [εστέτ] η καλλιτεχνική και αισθητική κίνηση τού 19ου αιώνα που δημιούργησε ο Άγγλος συγγραφέας Όσκαρ Γουάιλντ, που πίστευε στο δόγμα «η τέχνη για την τέχνη» και δίδασκε ότι η τέχνη δεν πρέπει να επιδιώκει και να υπηρετεί άλλους ηθικούς ή… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Γιτς, Γουίλιαμ Μπάτλερ — (William Butler Yeats, Σαντιμάουτ, Δουβλίνο 1865 – Ροκμπρίν, Γαλλία 1939). Ιρλανδός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γιος ζωγράφου, αφομοίωσε την πείρα της κίνησης των προραφαηλικών. Στο Λονδίνο συνδέθηκε αργότερα με έναν περιορισμένο κύκλο… …   Dictionary of Greek

  • Έκελουντ, Βίλχελμ — (Vilhelm Ekelund, Στέχαγκ 1880 – Σαλτεγιεμπάντεν 1949). Σουηδός ποιητής και συγγραφέας. Η πρώτη ποιητική του παραγωγή (Ανοιξιάτικη αύρα, 1900) που χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη ευαισθησία για τις ομορφιές της φύσης και της ζωής στο χωριό,… …   Dictionary of Greek

  • Έσα ντε Κεϊρόζ, Χοσέ Μαρία — (José Maria Εçαde Queiroz, Πόβοα ντε Βαρζίμ 1845 – Παρίσι 1900). Πορτογάλος μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του πορτογαλικού ρεαλισμού. Σπούδασε νομικά, αναγορεύθηκε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα… …   Dictionary of Greek

  • ντεκανταντισμός — Όρος που αρχικά δήλωνε ένα γαλλικό λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε το 1880 με βάση τις μεταρομαντικές ποιητικές θεωρίες και ως πολεμική εναντίον των παρνασσιακών. Στην πραγματικότητα decadents (παρηκμασμένοι) ονομάστηκαν από τους αντιπάλους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”